- αισχύνω
- (Α αἰσχύνω)1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνηαρχ.1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω(«αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529)2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω3. περιφρονώ, απαξιώ4. μέσ. σέβομαι κάποιον).[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. *αἰσχὺς < αἶσχος βλ. λ..ΠΑΡ. αισχύνη, αισχυνομένηαρχ.αἰσχυνομένως, αἰσχυντήρ, αἰσχυντός.ΣΥΝΘ. αναίσχυντοςαρχ.ἀπαισχύνομαι, ἐπαισχύνομαι, καταισχύνω, ὑπαισχύνομαινεοελλ.επαίσχυντος].
Dictionary of Greek. 2013.